- ἀζαλέης
- ἀζαλέαdryfem gen sg (epic ionic)ἀζαλέοςdryfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀζαλέῃς — ἀζαλέα dry fem dat pl (epic ionic) ἀζαλέος dry fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek